- διαπίμπρημι
- διαπίμπρημι,A burn,
ναῦς Plb.21.44.30
; μοχλὸν διαπρήσας Aen. Tact.4.2 (nisi leg. -πρίσας):—[voice] Pass., swell up (cf. πρήθω), Nic.Al. 341;οἱ μυκτῆρες διαπέπρηνται Hippiatr.27
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.